- ἐφικάνω
- ἐφῐκάνω [pron. full] [ᾱ], = sq.,A
χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od.11.196
;ὅσον τ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι Parm.1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od.11.196
;ὅσον τ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι Parm.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφικάνω — διαφ. τ. τού αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»] … Dictionary of Greek
ἐφικάνει — ἐφικάνω pres ind mp 2nd sg ἐφικάνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίκανεν — ἐφί̱κανεν , ἐφικάνω imperf ind act 3rd sg ἐφικάνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)